Σελίδες

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Σκύλος είμαι, τι περιμένετε;

η δυστυχία να είσαι σκύλος - έρμαιο της ανθρώπινης ανευθυνότητας
(άρθρο)
Έψαχνε σκύλο από τις αγγελίες και τα pet shops. Έτσι ξεκίνησε να με ψάχνει να μ' αποκτήσει. Ήθελε πάση θυσία ένα σκυλάκι. Του το ζητούσε επιτακτικά και ο μικρός του γιός. Ο Αντρέας. Τι καλό παιδάκι αυτός ο Αντρέας! Πώς να τον ξεχάσεις! Ήταν σαν να μου έμοιαζε. Σαν να είχαμε τις ίδιες επιθυμίες. Εγώ ήθελα εκείνον και εκείνος εμένα! Έτσι αποκτήθηκα. Πήγα σπίτι τους. Έγινα ...
δικός τους. Ήμουν ο σκύλος τους. Καμάρωναν μάλιστα στην αρχή. Ειδικά ο Αντρέας. Για πολλούς λόγους. Γιατί πότε ήμουνα παιχνίδι, φύλακας, σωματοφύλακας, σύντροφος, προστάτης ή υπηρέτης. Γιατί ακόμα και τη μπάλα του ο Αντρέας να μου ζητούσε να του φέρω, εγώ αμέσως ό,τι και να γινόταν του την έφερνα. Τα πάντα εγώ για τον Αντρέα. Τα πάντα για να αρέσω και να με αγαπάει ο Αντρέας. Εκείνος με αγαπούσε και το ήξερα. Το έβλεπα. Το ένοιωθα και το ανταπέδιδα. Μετά, οι άλλοι άρχισαν κάτι μισόλογα. Κάτι ψιθυριστές απειλές. Κάτι λόγια που με τρόμαζαν. Αυτό άρχισε κάποιους μήνες αργότερα. Και κάτι φωνές άκουγα όταν έμπαινα από το δρόμο και με τη σκούπα και το φαράσι η μανούλα του Αντρέα με έδιωχνε προς το μπαλκόνι και δεν με άφηνε πια να μοιραστώ την αγάπη μου μαζί του. Εκείνος με κοιτούσε από το τζάμι. Μετά με κοιτούσε λιγότερο γιατί όσο πιο πολύ με κοιτούσε τόσο πιο πολύ του φώναζαν. Μετά ήταν όλα μόνο κάγκελα. Εγώ και το μπαλκόνι. Ο πατέρας του Αντρέα σα να είχε πεθάνει. Ούτε που τον έβλεπα καθόλου. Κι αν τον έβλεπα εκείνος έκανε σα να μην ήθελε να με δει. Η μανούλα του Αντρέα έβγαινε στο μπαλκόνι, σφουγγάριζε, πετούσε νερά με δύναμη και με κάτι φωνές μου έδειχνε πως όπου νάνε ή αυτή θα πεθάνει από αυτό που κάνει για μένα ή εγώ πρέπει να εξαφανιστώ. Θυμάμαι ήταν βράδυ. Σκοτεινά πάντως ήταν. Θυμάμαι πως ο πατέρας του Αντρέα μετά από καιρό έμοιαζε καλός πάλι. «Έλα, φεύγουμε!» μου είπε και δεν έμοιαζε ταξίδι που θα γυρίζαμε. Ακολούθησα. Κοντοστάθηκα εκεί που ο Αντρέας κοιμόταν. Με τράβηξε. Η μανούλα του χωρίς φαράσι και σκούπα. Σαν να λυπόταν αλλά και να χαιρόταν. «Άντε πήγαινε κι εσύ στο καλό!...» ευτυχώς που είχα μάθει τη γλώσσα τους μετά από τόσους μήνες. Εκείνοι δεν ήξεραν μάλλον τη δική μου. Χαιρέτησα τη μανούλα του Αντρέα με την ουρά μου κατεβασμένη. Εκείνη έκλεισε την πόρτα του Αντρέα. Να μη με δει και να μην ακούσει τη βουή απ' την ουρά μου που έκλαιγε. Στο κεφαλόσκαλο αντιστάθηκα. Μου βάρεσε κλωτσιά ο μπαμπάς του Αντρέα μου και δεν πόνεσα. Πόνεσα που ο Αντρέας δεν ήταν στην πόρτα να τον δώ, να κάνω ότι και να μου ζήταγε. Ακόμα και να φύγω. Μετά έγινε κρύο. Τόσο κρύο και τόση πείνα και τόση δίψα και τόσο θόρυβος εκεί που βρέθηκα και τόσο άδειος που ένοιωσα χωρίς εκείνο το λουρί να με πηγαινοφέρνει στον Αντρέα μου, που δεν κατάλαβα τι είχε γίνει και πού είχα φταίξει. Κούρνιασα δίπλα σε μια μεγάλη σκάλα μήπως και γίνει κανά θαύμα και έχει βρει ο Αντρέας μου τρόπο να με φτάσει. Είδα δυό μικρά ποδαράκια και είπα «ήρθε!» αλλά αυτός που ερχόταν ήταν άλλος Αντρέας κι ούτε που σταμάτησε να δει τι κάνω. Πήγα αλλού. Μετά αλλού. Σε άλλους δρόμους, άλλες σκάλες, άλλα σπίτια. Είδα καινούργια πράγματα ψάχνοντας τα παλιά. Πρόσωπα άλλα αναζητώντας τα πρώτα που με είχαν. Τώρα το μόνο που είχα ήταν ότι δεν είχα τίποτα, αφού δεν είχα τον Αντρέα και ό,τι υπήρχε δίπλα και γύρω του. Πώς μπορούσα να ζήσω χωρίς τον Αντρέα ακόμα κι αν έβρισκα λίγο ψωμί ή μια γούρνα με λασπωμένο νερό; Προσπάθησα καιρό. Να βρω το δρόμο της επιστροφής μου προς τον Αντρέα. Ούτε τον βρήκα κι ούτε νομίζω πως θα τον βρω ποτέ πια. Τσάμπα κόπος και τρεχάλα. Κρίμα! Κι όταν γίνεται νύχτα, κρύο κι όταν πείνα γίνεται μαζί με τη νύχτα και βρίσκω ένα κομμάτι χαρτιού ή ένα χαλάκι ν' απαγκιάσω την κούραση, την πείνα και το παγωμένο σώμα μου, πριν αποκοιμηθώ πάλι τον Αντρέα σκέπτομαι. Μήπως του λείπω και μήπως με χρειάζεται. Γιατί σκύλος είμαι, τι περιμένετε; Αν ήμουν άνθρωπος ένα σκυλάκι που τόσο πολύ μ' αγάπησε θα σκεπτόμουν;
Λιάνα Αλεξανδρή - dogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: